- μετευθύνω
- μετευθύνω,A set in order, PLond.5.1674.20 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μετευθύνω — (Α) τοποθετώ σε σειρά, ταξιθετώ, διευθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + εὐθύνω (< αὐθύς)] … Dictionary of Greek
μετευθύνει — μετευθύ̱νει , μετευθύνω set in order aor subj act 3rd sg (epic) μετευθύ̱νει , μετευθύνω set in order pres ind mp 2nd sg μετευθύ̱νει , μετευθύνω set in order pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)